- Λέρος
- Sp Lèras Ap Λέρος/Leros L s. Egėjo j., P. Sporadų ss., Graikija
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
λέρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέρος — I Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 64 μ.) του Σαρωνικού κόλπου. Βρίσκεται στον κόλπο της Ελευσίνας, στη βορειοανατολική ακτή της Σαλαμίνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαλαμίνας της νομαρχίας Πειραιώς. II Νησί (53 τ. χλμ., 8.207 κάτ.) του Αιγαίου… … Dictionary of Greek
λερός — I Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 64 μ.) του Σαρωνικού κόλπου. Βρίσκεται στον κόλπο της Ελευσίνας, στη βορειοανατολική ακτή της Σαλαμίνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαλαμίνας της νομαρχίας Πειραιώς. II Νησί (53 τ. χλμ., 8.207 κάτ.) του Αιγαίου… … Dictionary of Greek
λερός — ή, ό λερωμένος, βρόμικος: Έβγαλε το λερό του πουκάμισο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Лерос — (Λέρος) небольшой остров на Эгейском море, против берега Карии, на ЮВ от Патмоса, населенный милетскими выходцами. На Л. было святилище Артемиды Девственницы, куда, по преданию, были перенесены сестры Мелеагра, обращенные в цесарок (μελεαγρι δες) … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Νικολούδης, Θεολόγος — (Λέρος 1890 – Αθήνα 1946). Δημοσιογράφος και πολιτικός. Τα πρώτα γράμματα διδάχτηκε στη Σμύρνη και συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Σύρο και στο Κάιρο. Εργάστηκε αρχικά ως τραπεζικός υπάλληλος, αλλά σύντομα επιδόθηκε στη δημοσιογραφία,… … Dictionary of Greek
λέρον — λέρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέρου — λέρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέρῳ — λέρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… … Dictionary of Greek